- ισοσκελής
- ης, ες1) мат. равнобедренный; 2) зк. сбалансированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰσοσκελής — with equal legs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… … Dictionary of Greek
ισοσκελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει ίσα τα δύο σκέλη ή τα δύο αντίστοιχα μέρη του: Ισοσκελές τρίγωνο. – Ισοσκελής προϋπολογισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοσκελῆ — ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοσκελέστερον — ἰσοσκελής with equal legs adverbial comp ἰσοσκελής with equal legs masc acc comp sg ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοσκελίζω — [ισοσκελής] (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ἰσοσκελεῖ — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοσκελεῖς — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc pl ἰσοσκελής with equal legs masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοσκελέα — ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοσκελές — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem voc sg ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοσκελοῦς — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)